- ψυχοτεχνική
- και ψυχοτεχνία η, Νσύνολο μεθόδων με τις οποίες μελετώνται και εκτιμώνται οι επαγγελματικές ικανότητες ενός ατόμου με την υποβολή του σε σειρά εξειδικευμένων δοκιμασιών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychotechnique (< ψυχή + τεχνική)].
Dictionary of Greek. 2013.